ἐποπτικός

ἐποπτικός
ἐπ-οπτικός, ή, όν, den ἐπόπτης betreffend; τὰ ἐποπτικά, die letzten und höchsten Weiden in den eleusinischen Mysterien; ἐποπτικώτεροι, die tiefer Eingeweihten. Übh. geheim

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐποπτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποπτικός — ή, ό (Α ἐποπτικός, ή, όν) [επόπτης] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας») αρχ. 1. αυτός που ανήκει …   Dictionary of Greek

  • εποπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επόπτη ή την εποπτεία (βλ. λλ.), που συντελεί στο σχηματισμό εποπτείας. 2. «εποπτική διδασκαλία», διδασκαλία με βάση την άμεση παρατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να γνωρίσει ο μαθητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐποπτικά — ἐποπτικός of neut nom/voc/acc pl ἐποπτικά̱ , ἐποπτικός of fem nom/voc/acc dual ἐποπτικά̱ , ἐποπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικώτερον — ἐποπτικός of adverbial comp ἐποπτικός of masc acc comp sg ἐποπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικῶν — ἐποπτικός of fem gen pl ἐποπτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικόν — ἐποπτικός of masc acc sg ἐποπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικαῖς — ἐποπτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικαί — ἐποπτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικοῖς — ἐποπτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτικοί — ἐποπτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”